περισκελής

περισκελής
(I)
-ές, ΜΑ
1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.)
2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.)
3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός, ερεθιστικός («ἑλλέβοροι σκληροὶ καὶ περισκελεῑς», Θεόφρ.)
4. υπερβολικός, υπέρμετρος, ισχυρός («περισκελὴς ἀὴρ ἐφ' ἑκάτερα» — ισχυρός αέρας και στη θερμότητα και στο ψύχος, Θεόφρ.)
5. δύσκολος, δυσνόητος («περισκελῶν ὄντων τῶν χρησμῶν», Κορνουτ.)
6. (το ουδ. τού συγκριτ. ως επίρρ.) περισκελέστερον
με μεγαλύτερη ακαμψία, με μεγαλύτερη επιμονή («ὁ γὰρ μετρίως πράττων περισκελέστερον ἅπαντα τἀνιαρά φέρει», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθ. από το περι-* με την επιτατ. σημ. «τελείως, εντελώς» και το ρ. σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω», μέσω ενός αμάρτυρου *σκέλος «ξηρότητα, σκληρότητα» (πρβλ. α-σκελής)].
————————
(II)
-ές, Α
1. ο γύρω από το σκέλος
2. (για άγαλμα) αυτός που έχει ανοιχτά τα σκέλη («πρῶτος περισκελὲς ἄγαλμα ἐσχημάτισε», Σχολ. Πλάτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ περισκελῆ
η εσωτερική περισκελίδα, το σώβρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισκελής — very hard masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελῆ — περισκελής very hard neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περισκελής very hard masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περισκελής very hard masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελέστερον — περισκελής very hard adverbial comp περισκελής very hard masc acc comp sg περισκελής very hard neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελεῖ — περισκελής very hard masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περισκελής very hard masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελεῖς — περισκελής very hard masc/fem acc pl περισκελής very hard masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελές — περισκελής very hard masc/fem voc sg περισκελής very hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελοῦς — περισκελής very hard masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελέσι — περισκελής very hard masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελέσιν — περισκελής very hard masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελέστερα — περισκελής very hard neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”